ρετιρέ

ρετιρέ
το, Ν
άκλ.
1. ο τελευταίος, ανώτερος όροφος κτηρίου, μικρότερος συνήθως από τους υπόλοιπους, τού οποίου η πρόσοψη δεν φτάνει ως την πρόσοψη τού άλλου οικοδομήματος και ο οποίος έχει συνήθως μεγάλη βεράντα
2. διαμέρισμα σε αυτόν τον όροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retire «απομονωμένος, μοναχικός» < retirer «αποχωρώ, απομακρύνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρετιρέ — το (λ. γαλλ.), άκλ., το τελευταίο προς τα πάνω διαμέρισμα πολυκατοικίας, εσοχή: Τα ρετιρέ είναι ακριβότερα από τα άλλα διαμερίσματα της πολυκατοικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Markos Vamvakaris — Markos Vamvakaris; painting in the Taverna Katoga O Lili (Ταβέρνα ο Κατώγα Ο Λίλη) in Ano Syros (aka Ano Chora) on the island of Syros, Greece Background information …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκατοίκητος — η, ο που κατοικείται από τον ιδιοκτήτη: Ρετιρέ ιδιοκατοίκητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”