- ρετιρέ
- το, Νάκλ.1. ο τελευταίος, ανώτερος όροφος κτηρίου, μικρότερος συνήθως από τους υπόλοιπους, τού οποίου η πρόσοψη δεν φτάνει ως την πρόσοψη τού άλλου οικοδομήματος και ο οποίος έχει συνήθως μεγάλη βεράντα2. διαμέρισμα σε αυτόν τον όροφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retire «απομονωμένος, μοναχικός» < retirer «αποχωρώ, απομακρύνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.